δακτυλιοειδής

δακτυλιοειδής
(-ούς), -ές
1. αυτός που έχει σχήμα δακτυλίου
2. ανατ. «δακτυλιοειδής χόνδρος» — ο κατώτερος από αυτούς που αποτελούν τον σκελετό τού λάρυγγα
3. αστρον. «δακτυλιοειδής έκλειψη ηλίου» — ηλιακή έκλειψη κατά την οποία ο μαύρος δίσκος τής Σελήνης δεν καλύπτει εντελώς τον δίσκο τού Ήλιου και αφήνει γύρω απ' αυτόν ένα στενό φωτεινό δακτύλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + -ειδής < είδος. Η λ. μαρτυρείται στον Κωνστ. Κούμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δακτυλιοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει σχήμα δαχτυλιδιού, κυκλικός: Η έκλειψη του Hλίου ήταν δακτυλιοειδής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δακτυλιοειδής γαλαξίας — (Αστρον.).Ένας πολύ σπάνιος τύπος γαλαξία που έχει τη μορφή ελλειπτικού δακτυλίου είτε με έναν ευμεγέθη πυρήνα, συχνά μετατοπισμένο από το κέντρο του, είτε χωρίς ύλη που ακτινοβολεί στο εσωτερικό του. Σε πολλές περιπτώσεις τον δ.γ. συνοδεύει ένας …   Dictionary of Greek

  • έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… …   Dictionary of Greek

  • σύγχροτρο — Λέγεται και συγχροτρόνιο. Επιταχυντική διάταξη, η οποία μπορεί να προσδώσει σε σωματίδια και πυρήνες ατόμων υψηλότερες ενέργειες από εκείνες που πετυχαίνονται με άλλους επιταχυντές (από εκατοντάδες μεγαηλεκτρονιοβόλτ MeV έως δεκάδες… …   Dictionary of Greek

  • σέλας — αος, το, ΝΜΑ, γεν. και ατος, πληθ. σέλα, άων, Α (ιδίως για φως ουράνιων σωμάτων) έντονη λάμψη, ακτινοβολία, φεγγοβολιά («φαιδρὸν ἁλίου σέλας», Αισχύλ.) νεοελλ. (μετεωρ. αστρον. γεωφ.) 1. οπτικό ατμοσφαιρικό φαινόμενο, ορατό κυρίως στις βόρειες ή… …   Dictionary of Greek

  • σαμπρέλα — η, Ν 1. δακτυλιοειδής ελαστικός σωλήνας που γεμίζεται με αέρα υπό πίεση και τοποθετείται μεταξύ τού σώτρου ή ζάντας και τού ελαστικού τών τροχών διαφόρων οχημάτων, λ. χ, αυτοκινήτων, ποδηλάτων, ελκυστήρων, ο αεροθάλαμος 2. σφαιρικός θάλαμος… …   Dictionary of Greek

  • άτλας — I Συλλογή εικονογραφημένων πινάκων, ταξινομημένων σύμφωνα με ορισμένες αρχές· κυρίως όμως ο όρος σημαίνει συστηματοποιημένη συλλογή γεωγραφικών χαρτών. Ανάλογα με τον τύπο χαρτών που περιέχουν, οι ά. διακρίνονται σε γεωγραφικούς, ιστορικούς κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • Μπέρμιγχαμ — I (Birmigham). Πόλη (1.008.381 κάτ. το 2002) της Μεγάλης Βρετανίας, στα Β της Αγγλίας. Το Μ., που ιδρύθηκε από τους Ρωμαίους ως μικρός σταθμός, υπήρξε ασήμαντο χωριό κατά τον Μεσαίωνα και άρχισε να αποκτά ιδιαίτερη σημασία μόνο κατά τον 17ο αι.,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”